- στέγνα
- στέγνη η1) сухая погода; 2) сухота, сухость, сушь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στεγνά — στέγνα, η και στέγνη, η ξηρότητα: Μ αυτή τη στέγνα δε σκάβεται το χώμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στεγνά — στεγνός watertight neut nom/voc/acc pl στεγνά̱ , στεγνός watertight fem nom/voc/acc dual στεγνά̱ , στεγνός watertight fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέγνα — και στέγνια και στέγνη, η, Ν [στεγνός] 1. η ιδιότητα τού στεγνού, η απουσία υγρασίας 2. ανομβρία 3. μτφ. ξηρότητα, ανιαρότητα 4. μτφ. έλλειψη μέσων και χρημάτων … Dictionary of Greek
στεγνά — Ν επίρρ. βλ.στεγνός … Dictionary of Greek
στέγν' — στεγνά , στεγνός watertight neut nom/voc/acc pl στεγνά̱ , στεγνός watertight fem nom/voc/acc dual στεγνά̱ , στεγνός watertight fem nom/voc sg (doric aeolic) στεγνέ , στεγνός watertight masc voc sg στεγναί , στεγνός watertight fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεγνάς — στεγνά̱ς , στεγνός watertight fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεγνός — ή, ό / στεγνός, ή, όν, ΝΜΑ νεοελλ. 1. ο μη υγρός, ξερός, αυτός που δεν είναι βρεγμένος (α. «ο δρόμος ήταν στεγνός» β. «σκούπισέ τα με στεγνό πανί» γ. «φέρε στεγνά ξύλα για το τζάκι») 2. μτφ. α) αδύνατος, ισχνός («στεγνός και σουρωμένος») β)… … Dictionary of Greek
στεγνός — ή, ό επίρρ. ά 1. ξερός, αυτός που δεν είναι βρεγμένος: Φόρεσε στεγνά ρούχα. 2. ανιαρός, ξερός: Περιέγραψε στεγνά το γεγονός. 3. «στεγνή ψυχή», ψυχή χωρίς συναισθήματα· «στεγνά μάτια», χωρίς δάκρυα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Stegna (Archangelos) — Stegna Στεγνά … Deutsch Wikipedia
κατάξηρος — και κατάξερος, η, ο (AM κατάξηρος, ον) εντελώς ξηρός νεοελλ. μτφ. μόνος, χωρίς συγγενείς και φίλους, ολομόναχος («τώρα που έφυγαν τα παιδιά του έμεινε κατάξερος μέσα στο έρημο σπίτι») αρχ. 1. ναρκωμένος, αναίσθητος, χωρίς σφρίγος («νυνὶ δὲ ἡ ψυχἠ … Dictionary of Greek
μουμιοποίηση — Μέθοδος η οποία αποβλέπει στη συντήρηση του σώματος του νεκρού και η οποία χρησιμοποιήθηκε από πολλούς λαούς, αρχαίους και σύγχρονους. Η μ. μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους με τη θερμότητα (αποξήρανση του πτώματος με τον καπνό ή την έκθεση στην … Dictionary of Greek